Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διασκεδάννυμι
διασκέδασις
διασκεδασμός
διασκεδαστής
διασκεδαστικός
διασκελίζομαι
διάσκεμμα
διασκεπάζω
διασκεπτέον
διασκεπτικός
διασκέπτομαι
διασκευάζω
διασκευαστής
διασκευαστικός
διασκευή
διασκευωρέω
διάσκεψις
διασκέω
διασκηνέω
διασκηνητέον
διασκηνίπτω
View word page
διασκέπτομαι
examine

ShortDef

examine

Debugging

Headword:
διασκέπτομαι
Headword (normalized):
διασκέπτομαι
Headword (normalized/stripped):
διασκεπτομαι
IDX:
21987
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21988
Key:

Data

{'content': 'examine'}