Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διασκεδάζω
διασκεδάννυμι
διασκέδασις
διασκεδασμός
διασκεδαστής
διασκεδαστικός
διασκελίζομαι
διάσκεμμα
διασκεπάζω
διασκεπτέον
διασκεπτικός
διασκέπτομαι
διασκευάζω
διασκευαστής
διασκευαστικός
διασκευή
διασκευωρέω
διάσκεψις
διασκέω
διασκηνέω
διασκηνητέον
View word page
διασκεπτικός
cautious, considerate

ShortDef

cautious, considerate

Debugging

Headword:
διασκεπτικός
Headword (normalized):
διασκεπτικός
Headword (normalized/stripped):
διασκεπτικος
IDX:
21986
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21987
Key:

Data

{'content': 'cautious, considerate'}