Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διασκατόομαι
διασκεδάζω
διασκεδάννυμι
διασκέδασις
διασκεδασμός
διασκεδαστής
διασκεδαστικός
διασκελίζομαι
διάσκεμμα
διασκεπάζω
διασκεπτέον
διασκεπτικός
διασκέπτομαι
διασκευάζω
διασκευαστής
διασκευαστικός
διασκευή
διασκευωρέω
διάσκεψις
διασκέω
διασκηνέω
View word page
διασκεπτέον
one must consider

ShortDef

one must consider

Debugging

Headword:
διασκεπτέον
Headword (normalized):
διασκεπτέον
Headword (normalized/stripped):
διασκεπτεον
IDX:
21985
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21986
Key:

Data

{'content': 'one must consider'}