Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διασκαριφάομαι
διασκατόομαι
διασκεδάζω
διασκεδάννυμι
διασκέδασις
διασκεδασμός
διασκεδαστής
διασκεδαστικός
διασκελίζομαι
διάσκεμμα
διασκεπάζω
διασκεπτέον
διασκεπτικός
διασκέπτομαι
διασκευάζω
διασκευαστής
διασκευαστικός
διασκευή
διασκευωρέω
διάσκεψις
διασκέω
View word page
διασκεπάζω
screen, hide
ShortDef
screen, hide
Debugging
Headword:
διασκεπάζω
Headword (normalized):
διασκεπάζω
Headword (normalized/stripped):
διασκεπαζω
IDX:
21984
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21985
Key:
Data
{'content': 'screen, hide'}