Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διασκάπτω
διασκαριφάομαι
διασκατόομαι
διασκεδάζω
διασκεδάννυμι
διασκέδασις
διασκεδασμός
διασκεδαστής
διασκεδαστικός
διασκελίζομαι
διάσκεμμα
διασκεπάζω
διασκεπτέον
διασκεπτικός
διασκέπτομαι
διασκευάζω
διασκευαστής
διασκευαστικός
διασκευή
διασκευωρέω
διάσκεψις
View word page
διάσκεμμα
observation

ShortDef

observation

Debugging

Headword:
διάσκεμμα
Headword (normalized):
διάσκεμμα
Headword (normalized/stripped):
διασκεμμα
IDX:
21983
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21984
Key:

Data

{'content': 'observation'}