Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διασκανδικίζω
διασκάπτω
διασκαριφάομαι
διασκατόομαι
διασκεδάζω
διασκεδάννυμι
διασκέδασις
διασκεδασμός
διασκεδαστής
διασκεδαστικός
διασκελίζομαι
διάσκεμμα
διασκεπάζω
διασκεπτέον
διασκεπτικός
διασκέπτομαι
διασκευάζω
διασκευαστής
διασκευαστικός
διασκευή
διασκευωρέω
View word page
διασκελίζομαι
having the legs parted

ShortDef

having the legs parted

Debugging

Headword:
διασκελίζομαι
Headword (normalized):
διασκελίζομαι
Headword (normalized/stripped):
διασκελιζομαι
IDX:
21982
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21983
Key:

Data

{'content': 'having the legs parted'}