Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διασκάλων
διασκανδικίζω
διασκάπτω
διασκαριφάομαι
διασκατόομαι
διασκεδάζω
διασκεδάννυμι
διασκέδασις
διασκεδασμός
διασκεδαστής
διασκεδαστικός
διασκελίζομαι
διάσκεμμα
διασκεπάζω
διασκεπτέον
διασκεπτικός
διασκέπτομαι
διασκευάζω
διασκευαστής
διασκευαστικός
διασκευή
View word page
διασκεδαστικός
fitted for dispersing

ShortDef

fitted for dispersing

Debugging

Headword:
διασκεδαστικός
Headword (normalized):
διασκεδαστικός
Headword (normalized/stripped):
διασκεδαστικος
IDX:
21981
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21982
Key:

Data

{'content': 'fitted for dispersing'}