Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διασκάλλω
διασκάλων
διασκανδικίζω
διασκάπτω
διασκαριφάομαι
διασκατόομαι
διασκεδάζω
διασκεδάννυμι
διασκέδασις
διασκεδασμός
διασκεδαστής
διασκεδαστικός
διασκελίζομαι
διάσκεμμα
διασκεπάζω
διασκεπτέον
διασκεπτικός
διασκέπτομαι
διασκευάζω
διασκευαστής
διασκευαστικός
View word page
διασκεδαστής
scatterer

ShortDef

scatterer

Debugging

Headword:
διασκεδαστής
Headword (normalized):
διασκεδαστής
Headword (normalized/stripped):
διασκεδαστης
IDX:
21980
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21981
Key:

Data

{'content': 'scatterer'}