Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διασκαίρω
διασκάλλω
διασκάλων
διασκανδικίζω
διασκάπτω
διασκαριφάομαι
διασκατόομαι
διασκεδάζω
διασκεδάννυμι
διασκέδασις
διασκεδασμός
διασκεδαστής
διασκεδαστικός
διασκελίζομαι
διάσκεμμα
διασκεπάζω
διασκεπτέον
διασκεπτικός
διασκέπτομαι
διασκευάζω
διασκευαστής
View word page
διασκεδασμός
scattering
ShortDef
scattering
Debugging
Headword:
διασκεδασμός
Headword (normalized):
διασκεδασμός
Headword (normalized/stripped):
διασκεδασμος
IDX:
21979
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21980
Key:
Data
{'content': 'scattering'}