Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

αἰνίσσομαι
αἰνοβάκχευτος
Αἰνόβαρβος
αἰνοβίας
αἰνόγαμος
αἰνογένεθλος
αἰνογένειος
αἰνογίγας
αἰνογόνος
αἰνοδότειραι
αἰνόδρυπτος
αἰνοδρυφής
Αἰνόθεν
αἰνόθεν
αἰνόθρυπτος
αἰνολαμπής
αἰνόλεκτρος
αἰνολέτης
αἰνολέων
αἰνόλινος
αἰνολόγος
View word page
αἰνόδρυπτος
terribly scarred

ShortDef

terribly scarred

Debugging

Headword:
αἰνόδρυπτος
Headword (normalized):
αἰνόδρυπτος
Headword (normalized/stripped):
αινοδρυπτος
IDX:
2197
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2198
Key:

Data

{'content': 'terribly scarred'}