Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διασιλλαίνω
διασιωπάω
διασκαίρω
διασκάλλω
διασκάλων
διασκανδικίζω
διασκάπτω
διασκαριφάομαι
διασκατόομαι
διασκεδάζω
διασκεδάννυμι
διασκέδασις
διασκεδασμός
διασκεδαστής
διασκεδαστικός
διασκελίζομαι
διάσκεμμα
διασκεπάζω
διασκεπτέον
διασκεπτικός
διασκέπτομαι
View word page
διασκεδάννυμι
to scatter abroad, scatter to the winds, disperse
ShortDef
to scatter abroad, scatter to the winds, disperse
Debugging
Headword:
διασκεδάννυμι
Headword (normalized):
διασκεδάννυμι
Headword (normalized/stripped):
διασκεδαννυμι
IDX:
21977
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21978
Key:
Data
{'content': 'to scatter abroad, scatter to the winds, disperse'}