Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διασίζω
διασιλλαίνω
διασιωπάω
διασκαίρω
διασκάλλω
διασκάλων
διασκανδικίζω
διασκάπτω
διασκαριφάομαι
διασκατόομαι
διασκεδάζω
διασκεδάννυμι
διασκέδασις
διασκεδασμός
διασκεδαστής
διασκεδαστικός
διασκελίζομαι
διάσκεμμα
διασκεπάζω
διασκεπτέον
διασκεπτικός
View word page
διασκεδάζω
disperse
ShortDef
disperse
Debugging
Headword:
διασκεδάζω
Headword (normalized):
διασκεδάζω
Headword (normalized/stripped):
διασκεδαζω
IDX:
21976
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21977
Key:
Data
{'content': 'disperse'}