Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Διάσια
διασίζω
διασιλλαίνω
διασιωπάω
διασκαίρω
διασκάλλω
διασκάλων
διασκανδικίζω
διασκάπτω
διασκαριφάομαι
διασκατόομαι
διασκεδάζω
διασκεδάννυμι
διασκέδασις
διασκεδασμός
διασκεδαστής
διασκεδαστικός
διασκελίζομαι
διάσκεμμα
διασκεπάζω
διασκεπτέον
View word page
διασκατόομαι
to be befouled

ShortDef

to be befouled

Debugging

Headword:
διασκατόομαι
Headword (normalized):
διασκατόομαι
Headword (normalized/stripped):
διασκατοομαι
IDX:
21975
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21976
Key:

Data

{'content': 'to be befouled'}