Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διασθενέω
Διάσια
διασίζω
διασιλλαίνω
διασιωπάω
διασκαίρω
διασκάλλω
διασκάλων
διασκανδικίζω
διασκάπτω
διασκαριφάομαι
διασκατόομαι
διασκεδάζω
διασκεδάννυμι
διασκέδασις
διασκεδασμός
διασκεδαστής
διασκεδαστικός
διασκελίζομαι
διάσκεμμα
διασκεπάζω
View word page
διασκαριφάομαι
sketch in outline

ShortDef

sketch in outline

Debugging

Headword:
διασκαριφάομαι
Headword (normalized):
διασκαριφάομαι
Headword (normalized/stripped):
διασκαριφαομαι
IDX:
21974
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21975
Key:

Data

{'content': 'sketch in outline'}