Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διασήπω
διασθενέω
Διάσια
διασίζω
διασιλλαίνω
διασιωπάω
διασκαίρω
διασκάλλω
διασκάλων
διασκανδικίζω
διασκάπτω
διασκαριφάομαι
διασκατόομαι
διασκεδάζω
διασκεδάννυμι
διασκέδασις
διασκεδασμός
διασκεδαστής
διασκεδαστικός
διασκελίζομαι
διάσκεμμα
View word page
διασκάπτω
to dig through
ShortDef
to dig through
Debugging
Headword:
διασκάπτω
Headword (normalized):
διασκάπτω
Headword (normalized/stripped):
διασκαπτω
IDX:
21973
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21974
Key:
Data
{'content': 'to dig through'}