Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διάσημος
διασήπω
διασθενέω
Διάσια
διασίζω
διασιλλαίνω
διασιωπάω
διασκαίρω
διασκάλλω
διασκάλων
διασκανδικίζω
διασκάπτω
διασκαριφάομαι
διασκατόομαι
διασκεδάζω
διασκεδάννυμι
διασκέδασις
διασκεδασμός
διασκεδαστής
διασκεδαστικός
διασκελίζομαι
View word page
διασκανδικίζω
to dose with chervil

ShortDef

to dose with chervil

Debugging

Headword:
διασκανδικίζω
Headword (normalized):
διασκανδικίζω
Headword (normalized/stripped):
διασκανδικιζω
IDX:
21972
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21973
Key:

Data

{'content': 'to dose with chervil'}