Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διασημειόομαι
διάσημος
διασήπω
διασθενέω
Διάσια
διασίζω
διασιλλαίνω
διασιωπάω
διασκαίρω
διασκάλλω
διασκάλων
διασκανδικίζω
διασκάπτω
διασκαριφάομαι
διασκατόομαι
διασκεδάζω
διασκεδάννυμι
διασκέδασις
διασκεδασμός
διασκεδαστής
διασκεδαστικός
View word page
διασκάλων
[lexical cite]
ShortDef
[lexical cite]
Debugging
Headword:
διασκάλων
Headword (normalized):
διασκάλων
Headword (normalized/stripped):
διασκαλων
IDX:
21971
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21972
Key:
Data
{'content': '[lexical cite]'}