Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διασημασία
διασημειόομαι
διάσημος
διασήπω
διασθενέω
Διάσια
διασίζω
διασιλλαίνω
διασιωπάω
διασκαίρω
διασκάλλω
διασκάλων
διασκανδικίζω
διασκάπτω
διασκαριφάομαι
διασκατόομαι
διασκεδάζω
διασκεδάννυμι
διασκέδασις
διασκεδασμός
διασκεδαστής
View word page
διασκάλλω
pick over
ShortDef
pick over
Debugging
Headword:
διασκάλλω
Headword (normalized):
διασκάλλω
Headword (normalized/stripped):
διασκαλλω
IDX:
21970
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21971
Key:
Data
{'content': 'pick over'}