Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διάσειστος
διασείω
διασεύομαι
διασήθω
διασηκόω
διασημαίνω
διασημασία
διασημειόομαι
διάσημος
διασήπω
διασθενέω
Διάσια
διασίζω
διασιλλαίνω
διασιωπάω
διασκαίρω
διασκάλλω
διασκάλων
διασκανδικίζω
διασκάπτω
διασκαριφάομαι
View word page
διασθενέω
to be exhausted
ShortDef
to be exhausted
Debugging
Headword:
διασθενέω
Headword (normalized):
διασθενέω
Headword (normalized/stripped):
διασθενεω
IDX:
21964
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21965
Key:
Data
{'content': 'to be exhausted'}