Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διασαφητέον
διασαφητικός
διάσεισις
διάσεισμα
διασεισμός
διάσειστος
διασείω
διασεύομαι
διασήθω
διασηκόω
διασημαίνω
διασημασία
διασημειόομαι
διάσημος
διασήπω
διασθενέω
Διάσια
διασίζω
διασιλλαίνω
διασιωπάω
διασκαίρω
View word page
διασημαίνω
to mark out, point out clearly
ShortDef
to mark out, point out clearly
Debugging
Headword:
διασημαίνω
Headword (normalized):
διασημαίνω
Headword (normalized/stripped):
διασημαινω
IDX:
21959
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21960
Key:
Data
{'content': 'to mark out, point out clearly'}