Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διασαφέω
διασαφηνίζω
διασάφησις
διασαφητέον
διασαφητικός
διάσεισις
διάσεισμα
διασεισμός
διάσειστος
διασείω
διασεύομαι
διασήθω
διασηκόω
διασημαίνω
διασημασία
διασημειόομαι
διάσημος
διασήπω
διασθενέω
Διάσια
διασίζω
View word page
διασεύομαι
to dart through, rush across
ShortDef
to dart through, rush across
Debugging
Headword:
διασεύομαι
Headword (normalized):
διασεύομαι
Headword (normalized/stripped):
διασευομαι
IDX:
21956
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21957
Key:
Data
{'content': 'to dart through, rush across'}