Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διασάττω
διασαφέω
διασαφηνίζω
διασάφησις
διασαφητέον
διασαφητικός
διάσεισις
διάσεισμα
διασεισμός
διάσειστος
διασείω
διασεύομαι
διασήθω
διασηκόω
διασημαίνω
διασημασία
διασημειόομαι
διάσημος
διασήπω
διασθενέω
Διάσια
View word page
διασείω
to shake violently

ShortDef

to shake violently

Debugging

Headword:
διασείω
Headword (normalized):
διασείω
Headword (normalized/stripped):
διασειω
IDX:
21955
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21956
Key:

Data

{'content': 'to shake violently'}