Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διασαλεύω
διασάττω
διασαφέω
διασαφηνίζω
διασάφησις
διασαφητέον
διασαφητικός
διάσεισις
διάσεισμα
διασεισμός
διάσειστος
διασείω
διασεύομαι
διασήθω
διασηκόω
διασημαίνω
διασημασία
διασημειόομαι
διάσημος
διασήπω
διασθενέω
View word page
διάσειστος
shaken about
ShortDef
shaken about
Debugging
Headword:
διάσειστος
Headword (normalized):
διάσειστος
Headword (normalized/stripped):
διασειστος
IDX:
21954
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21955
Key:
Data
{'content': 'shaken about'}