Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διασάλευσις
διασαλεύω
διασάττω
διασαφέω
διασαφηνίζω
διασάφησις
διασαφητέον
διασαφητικός
διάσεισις
διάσεισμα
διασεισμός
διάσειστος
διασείω
διασεύομαι
διασήθω
διασηκόω
διασημαίνω
διασημασία
διασημειόομαι
διάσημος
διασήπω
View word page
διασεισμός
abuse of power, extortion

ShortDef

abuse of power, extortion

Debugging

Headword:
διασεισμός
Headword (normalized):
διασεισμός
Headword (normalized/stripped):
διασεισμος
IDX:
21953
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21954
Key:

Data

{'content': 'abuse of power, extortion'}