Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διασαίρω
διασαλακωνίζω
διασάλευσις
διασαλεύω
διασάττω
διασαφέω
διασαφηνίζω
διασάφησις
διασαφητέον
διασαφητικός
διάσεισις
διάσεισμα
διασεισμός
διάσειστος
διασείω
διασεύομαι
διασήθω
διασηκόω
διασημαίνω
διασημασία
διασημειόομαι
View word page
διάσεισις
succussion

ShortDef

succussion

Debugging

Headword:
διάσεισις
Headword (normalized):
διάσεισις
Headword (normalized/stripped):
διασεισις
IDX:
21951
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21952
Key:

Data

{'content': 'succussion'}