Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διασαίνω
διασαίρω
διασαλακωνίζω
διασάλευσις
διασαλεύω
διασάττω
διασαφέω
διασαφηνίζω
διασάφησις
διασαφητέον
διασαφητικός
διάσεισις
διάσεισμα
διασεισμός
διάσειστος
διασείω
διασεύομαι
διασήθω
διασηκόω
διασημαίνω
διασημασία
View word page
διασαφητικός
affirmative
ShortDef
affirmative
Debugging
Headword:
διασαφητικός
Headword (normalized):
διασαφητικός
Headword (normalized/stripped):
διασαφητικος
IDX:
21950
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21951
Key:
Data
{'content': 'affirmative'}