Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διάρτισις
διαρτύω
Δίαρχοι
διάρχω
διασαίνω
διασαίρω
διασαλακωνίζω
διασάλευσις
διασαλεύω
διασάττω
διασαφέω
διασαφηνίζω
διασάφησις
διασαφητέον
διασαφητικός
διάσεισις
διάσεισμα
διασεισμός
διάσειστος
διασείω
διασεύομαι
View word page
διασαφέω
to make quite clear, shew plainly
ShortDef
to make quite clear, shew plainly
Debugging
Headword:
διασαφέω
Headword (normalized):
διασαφέω
Headword (normalized/stripped):
διασαφεω
IDX:
21946
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21947
Key:
Data
{'content': 'to make quite clear, shew plainly'}