Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διαρτίζω
διάρτισις
διαρτύω
Δίαρχοι
διάρχω
διασαίνω
διασαίρω
διασαλακωνίζω
διασάλευσις
διασαλεύω
διασάττω
διασαφέω
διασαφηνίζω
διασάφησις
διασαφητέον
διασαφητικός
διάσεισις
διάσεισμα
διασεισμός
διάσειστος
διασείω
View word page
διασάττω
stuff with
ShortDef
stuff with
Debugging
Headword:
διασάττω
Headword (normalized):
διασάττω
Headword (normalized/stripped):
διασαττω
IDX:
21945
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21946
Key:
Data
{'content': 'stuff with'}