Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διάρτησις
διαρτίζω
διάρτισις
διαρτύω
Δίαρχοι
διάρχω
διασαίνω
διασαίρω
διασαλακωνίζω
διασάλευσις
διασαλεύω
διασάττω
διασαφέω
διασαφηνίζω
διασάφησις
διασαφητέον
διασαφητικός
διάσεισις
διάσεισμα
διασεισμός
διάσειστος
View word page
διασαλεύω
to shake violently: to reduce to anarchy
ShortDef
to shake violently: to reduce to anarchy
Debugging
Headword:
διασαλεύω
Headword (normalized):
διασαλεύω
Headword (normalized/stripped):
διασαλευω
IDX:
21944
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21945
Key:
Data
{'content': 'to shake violently: to reduce to anarchy'}