Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαρταμέω
διαρτάω
διάρτησις
διαρτίζω
διάρτισις
διαρτύω
Δίαρχοι
διάρχω
διασαίνω
διασαίρω
διασαλακωνίζω
διασάλευσις
διασαλεύω
διασάττω
διασαφέω
διασαφηνίζω
διασάφησις
διασαφητέον
διασαφητικός
διάσεισις
διάσεισμα
View word page
διασαλακωνίζω
prance, move snobbishly, pretentiously

ShortDef

prance, move snobbishly, pretentiously

Debugging

Headword:
διασαλακωνίζω
Headword (normalized):
διασαλακωνίζω
Headword (normalized/stripped):
διασαλακωνιζω
IDX:
21942
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21943
Key:

Data

{'content': 'prance, move snobbishly, pretentiously'}