Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαρτάζω
διαρταμέω
διαρτάω
διάρτησις
διαρτίζω
διάρτισις
διαρτύω
Δίαρχοι
διάρχω
διασαίνω
διασαίρω
διασαλακωνίζω
διασάλευσις
διασαλεύω
διασάττω
διασαφέω
διασαφηνίζω
διασάφησις
διασαφητέον
διασαφητικός
διάσεισις
View word page
διασαίρω
grinning like a dog, sneering

ShortDef

grinning like a dog, sneering

Debugging

Headword:
διασαίρω
Headword (normalized):
διασαίρω
Headword (normalized/stripped):
διασαιρω
IDX:
21941
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21942
Key:

Data

{'content': 'grinning like a dog, sneering'}