Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διάρταβος
διαρτάζω
διαρταμέω
διαρτάω
διάρτησις
διαρτίζω
διάρτισις
διαρτύω
Δίαρχοι
διάρχω
διασαίνω
διασαίρω
διασαλακωνίζω
διασάλευσις
διασαλεύω
διασάττω
διασαφέω
διασαφηνίζω
διασάφησις
διασαφητέον
διασαφητικός
View word page
διασαίνω
to fawn upon
ShortDef
to fawn upon
Debugging
Headword:
διασαίνω
Headword (normalized):
διασαίνω
Headword (normalized/stripped):
διασαινω
IDX:
21940
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21941
Key:
Data
{'content': 'to fawn upon'}