Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαρρωγή
διαρρώξ
δίαρσις
διαρταβία
διάρταβος
διαρτάζω
διαρταμέω
διαρτάω
διάρτησις
διαρτίζω
διάρτισις
διαρτύω
Δίαρχοι
διάρχω
διασαίνω
διασαίρω
διασαλακωνίζω
διασάλευσις
διασαλεύω
διασάττω
διασαφέω
View word page
διάρτισις
moulding, shaping

ShortDef

moulding, shaping

Debugging

Headword:
διάρτισις
Headword (normalized):
διάρτισις
Headword (normalized/stripped):
διαρτισις
IDX:
21936
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21937
Key:

Data

{'content': 'moulding, shaping'}