Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διάρρυτος
διαρρωγή
διαρρώξ
δίαρσις
διαρταβία
διάρταβος
διαρτάζω
διαρταμέω
διαρτάω
διάρτησις
διαρτίζω
διάρτισις
διαρτύω
Δίαρχοι
διάρχω
διασαίνω
διασαίρω
διασαλακωνίζω
διασάλευσις
διασαλεύω
διασάττω
View word page
διαρτίζω
mould, form
ShortDef
mould, form
Debugging
Headword:
διαρτίζω
Headword (normalized):
διαρτίζω
Headword (normalized/stripped):
διαρτιζω
IDX:
21935
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21936
Key:
Data
{'content': 'mould, form'}