Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαρρυπτικός
διαρρύπτω
διάρρυτος
διαρρωγή
διαρρώξ
δίαρσις
διαρταβία
διάρταβος
διαρτάζω
διαρταμέω
διαρτάω
διάρτησις
διαρτίζω
διάρτισις
διαρτύω
Δίαρχοι
διάρχω
διασαίνω
διασαίρω
διασαλακωνίζω
διασάλευσις
View word page
διαρτάω
to suspend, interrupt

ShortDef

to suspend, interrupt

Debugging

Headword:
διαρτάω
Headword (normalized):
διαρτάω
Headword (normalized/stripped):
διαρταω
IDX:
21933
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21934
Key:

Data

{'content': 'to suspend, interrupt'}