Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαρρύομαι
διαρρυπτικός
διαρρύπτω
διάρρυτος
διαρρωγή
διαρρώξ
δίαρσις
διαρταβία
διάρταβος
διαρτάζω
διαρταμέω
διαρτάω
διάρτησις
διαρτίζω
διάρτισις
διαρτύω
Δίαρχοι
διάρχω
διασαίνω
διασαίρω
διασαλακωνίζω
View word page
διαρταμέω
to cut limb from limb

ShortDef

to cut limb from limb

Debugging

Headword:
διαρταμέω
Headword (normalized):
διαρταμέω
Headword (normalized/stripped):
διαρταμεω
IDX:
21932
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21933
Key:

Data

{'content': 'to cut limb from limb'}