Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαρρυμβονάω
διαρρύομαι
διαρρυπτικός
διαρρύπτω
διάρρυτος
διαρρωγή
διαρρώξ
δίαρσις
διαρταβία
διάρταβος
διαρτάζω
διαρταμέω
διαρτάω
διάρτησις
διαρτίζω
διάρτισις
διαρτύω
Δίαρχοι
διάρχω
διασαίνω
διασαίρω
View word page
διαρτάζω
speak fitly

ShortDef

speak fitly

Debugging

Headword:
διαρτάζω
Headword (normalized):
διαρτάζω
Headword (normalized/stripped):
διαρταζω
IDX:
21931
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21932
Key:

Data

{'content': 'speak fitly'}