Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαρρυθμίζω
διαρρυμβονάω
διαρρύομαι
διαρρυπτικός
διαρρύπτω
διάρρυτος
διαρρωγή
διαρρώξ
δίαρσις
διαρταβία
διάρταβος
διαρτάζω
διαρταμέω
διαρτάω
διάρτησις
διαρτίζω
διάρτισις
διαρτύω
Δίαρχοι
διάρχω
διασαίνω
View word page
διάρταβος
paying two

ShortDef

paying two

Debugging

Headword:
διάρταβος
Headword (normalized):
διάρταβος
Headword (normalized/stripped):
διαρταβος
IDX:
21930
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21931
Key:

Data

{'content': 'paying two'}