Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διάρρους
διαρρύδαν
διαρρυθμίζω
διαρρυμβονάω
διαρρύομαι
διαρρυπτικός
διαρρύπτω
διάρρυτος
διαρρωγή
διαρρώξ
δίαρσις
διαρταβία
διάρταβος
διαρτάζω
διαρταμέω
διαρτάω
διάρτησις
διαρτίζω
διάρτισις
διαρτύω
Δίαρχοι
View word page
δίαρσις
raising up

ShortDef

raising up

Debugging

Headword:
δίαρσις
Headword (normalized):
δίαρσις
Headword (normalized/stripped):
διαρσις
IDX:
21928
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21929
Key:

Data

{'content': 'raising up'}