Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαρρομβέομαι
διάρρομβος
διάρρους
διαρρύδαν
διαρρυθμίζω
διαρρυμβονάω
διαρρύομαι
διαρρυπτικός
διαρρύπτω
διάρρυτος
διαρρωγή
διαρρώξ
δίαρσις
διαρταβία
διάρταβος
διαρτάζω
διαρταμέω
διαρτάω
διάρτησις
διαρτίζω
διάρτισις
View word page
διαρρωγή
gap, interstice

ShortDef

gap, interstice

Debugging

Headword:
διαρρωγή
Headword (normalized):
διαρρωγή
Headword (normalized/stripped):
διαρρωγη
IDX:
21926
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21927
Key:

Data

{'content': 'gap, interstice'}