Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαρροιζέω
διαρροΐζομαι
διαρροϊκός
διαρρομβέομαι
διάρρομβος
διάρρους
διαρρύδαν
διαρρυθμίζω
διαρρυμβονάω
διαρρύομαι
διαρρυπτικός
διαρρύπτω
διάρρυτος
διαρρωγή
διαρρώξ
δίαρσις
διαρταβία
διάρταβος
διαρτάζω
διαρταμέω
διαρτάω
View word page
διαρρυπτικός
cleansing

ShortDef

cleansing

Debugging

Headword:
διαρρυπτικός
Headword (normalized):
διαρρυπτικός
Headword (normalized/stripped):
διαρρυπτικος
IDX:
21923
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21924
Key:

Data

{'content': 'cleansing'}