Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διάρροια
διαρροιζέω
διαρροΐζομαι
διαρροϊκός
διαρρομβέομαι
διάρρομβος
διάρρους
διαρρύδαν
διαρρυθμίζω
διαρρυμβονάω
διαρρύομαι
διαρρυπτικός
διαρρύπτω
διάρρυτος
διαρρωγή
διαρρώξ
δίαρσις
διαρταβία
διάρταβος
διαρτάζω
διαρταμέω
View word page
διαρρύομαι
deliver

ShortDef

deliver

Debugging

Headword:
διαρρύομαι
Headword (normalized):
διαρρύομαι
Headword (normalized/stripped):
διαρρυομαι
IDX:
21922
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21923
Key:

Data

{'content': 'deliver'}