Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διαρροή
διαρροθέω
διάρροια
διαρροιζέω
διαρροΐζομαι
διαρροϊκός
διαρρομβέομαι
διάρρομβος
διάρρους
διαρρύδαν
διαρρυθμίζω
διαρρυμβονάω
διαρρύομαι
διαρρυπτικός
διαρρύπτω
διάρρυτος
διαρρωγή
διαρρώξ
δίαρσις
διαρταβία
διάρταβος
View word page
διαρρυθμίζω
adjust
ShortDef
adjust
Debugging
Headword:
διαρρυθμίζω
Headword (normalized):
διαρρυθμίζω
Headword (normalized/stripped):
διαρρυθμιζω
IDX:
21920
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21921
Key:
Data
{'content': 'adjust'}