Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
αἰνικτήρ
αἰνικτήριος
αἰνικτής
αἰνικτός
αἴνιξις
Αἴνιος
αἰνίσσομαι
αἰνοβάκχευτος
Αἰνόβαρβος
αἰνοβίας
αἰνόγαμος
αἰνογένεθλος
αἰνογένειος
αἰνογίγας
αἰνογόνος
αἰνοδότειραι
αἰνόδρυπτος
αἰνοδρυφής
Αἰνόθεν
αἰνόθεν
αἰνόθρυπτος
View word page
αἰνόγαμος
fatally wedded
ShortDef
fatally wedded
Debugging
Headword:
αἰνόγαμος
Headword (normalized):
αἰνόγαμος
Headword (normalized/stripped):
αινογαμος
IDX:
2191
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2192
Key:
Data
{'content': 'fatally wedded'}