Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διάρριψις
διάρροδος
διαρροή
διαρροθέω
διάρροια
διαρροιζέω
διαρροΐζομαι
διαρροϊκός
διαρρομβέομαι
διάρρομβος
διάρρους
διαρρύδαν
διαρρυθμίζω
διαρρυμβονάω
διαρρύομαι
διαρρυπτικός
διαρρύπτω
διάρρυτος
διαρρωγή
διαρρώξ
δίαρσις
View word page
διάρρους
passage, channel
ShortDef
passage, channel
Debugging
Headword:
διάρρους
Headword (normalized):
διάρρους
Headword (normalized/stripped):
διαρρους
IDX:
21918
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21919
Key:
Data
{'content': 'passage, channel'}