Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαρριπίζω
διαρρίπτω
διαρριφή
διάρριψις
διάρροδος
διαρροή
διαρροθέω
διάρροια
διαρροιζέω
διαρροΐζομαι
διαρροϊκός
διαρρομβέομαι
διάρρομβος
διάρρους
διαρρύδαν
διαρρυθμίζω
διαρρυμβονάω
διαρρύομαι
διαρρυπτικός
διαρρύπτω
διάρρυτος
View word page
διαρροϊκός
suffering from diarrhoea

ShortDef

suffering from diarrhoea

Debugging

Headword:
διαρροϊκός
Headword (normalized):
διαρροϊκός
Headword (normalized/stripped):
διαρροικος
IDX:
21915
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21916
Key:

Data

{'content': 'suffering from diarrhoea'}