Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαρρίνησις
διαρριπίζω
διαρρίπτω
διαρριφή
διάρριψις
διάρροδος
διαρροή
διαρροθέω
διάρροια
διαρροιζέω
διαρροΐζομαι
διαρροϊκός
διαρρομβέομαι
διάρρομβος
διάρρους
διαρρύδαν
διαρρυθμίζω
διαρρυμβονάω
διαρρύομαι
διαρρυπτικός
διαρρύπτω
View word page
διαρροΐζομαι
suffer from diarrhoea

ShortDef

suffer from diarrhoea

Debugging

Headword:
διαρροΐζομαι
Headword (normalized):
διαρροΐζομαι
Headword (normalized/stripped):
διαρροιζομαι
IDX:
21914
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21915
Key:

Data

{'content': 'suffer from diarrhoea'}