Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διαρρικνόομαι
διάρριμμα
διαρρινάω
διαρρίνησις
διαρριπίζω
διαρρίπτω
διαρριφή
διάρριψις
διάρροδος
διαρροή
διαρροθέω
διάρροια
διαρροιζέω
διαρροΐζομαι
διαρροϊκός
διαρρομβέομαι
διάρρομβος
διάρρους
διαρρύδαν
διαρρυθμίζω
διαρρυμβονάω
View word page
διαρροθέω
to roar through
ShortDef
to roar through
Debugging
Headword:
διαρροθέω
Headword (normalized):
διαρροθέω
Headword (normalized/stripped):
διαρροθεω
IDX:
21911
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21912
Key:
Data
{'content': 'to roar through'}