Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διάρρησις
διαρρικνόομαι
διάρριμμα
διαρρινάω
διαρρίνησις
διαρριπίζω
διαρρίπτω
διαρριφή
διάρριψις
διάρροδος
διαρροή
διαρροθέω
διάρροια
διαρροιζέω
διαρροΐζομαι
διαρροϊκός
διαρρομβέομαι
διάρρομβος
διάρρους
διαρρύδαν
διαρρυθμίζω
View word page
διαρροή
that through which something flows, a pipe
ShortDef
that through which something flows, a pipe
Debugging
Headword:
διαρροή
Headword (normalized):
διαρροή
Headword (normalized/stripped):
διαρροη
IDX:
21910
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21911
Key:
Data
{'content': 'that through which something flows, a pipe'}