Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διάρρηξις
διάρρησις
διαρρικνόομαι
διάρριμμα
διαρρινάω
διαρρίνησις
διαρριπίζω
διαρρίπτω
διαρριφή
διάρριψις
διάρροδος
διαρροή
διαρροθέω
διάρροια
διαρροιζέω
διαρροΐζομαι
διαρροϊκός
διαρρομβέομαι
διάρρομβος
διάρρους
διαρρύδαν
View word page
διάρροδος
compounded of roses

ShortDef

compounded of roses

Debugging

Headword:
διάρροδος
Headword (normalized):
διάρροδος
Headword (normalized/stripped):
διαρροδος
IDX:
21909
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21910
Key:

Data

{'content': 'compounded of roses'}